- ακεστορία
- ἀκεστορία, η (Α) [ἀκέστωρ]η θεραπευτική, η ιατρική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκεστορίη — ἀκεστορία the healing art fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστορίην — ἀκεστορία the healing art fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστορίης — ἀκεστορία the healing art fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek